πρυματσάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρυματσάρω < πρυμάτσα + -άρω

Ρήμα

πρυματσάρω , πρτ.: πρυματσάριζα, στ.μέλλ.: θα πρυματσαρίσω, αόρ.: πρυματσάρισα, παθ.φωνή: πρυματσάρομαι, μτχ.π.π.: πρυματσαρισμένος

  1. (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) κατευθύνομαι με την πρύμνη, πλησιάζω με την πρύμη
  2. κινούμαι για πρυμνοδέτηση, πρυμνοδετώ
  3. ρίχνω πρυμάτσες (= ρίχνω πρυμνήσιους κάβους)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.