πρυματσάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
πρυματσάρω , πρτ.: πρυματσάριζα, στ.μέλλ.: θα πρυματσαρίσω, αόρ.: πρυματσάρισα, παθ.φωνή: πρυματσάρομαι, μτχ.π.π.: πρυματσαρισμένος
- (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) κατευθύνομαι με την πρύμνη, πλησιάζω με την πρύμη
- κινούμαι για πρυμνοδέτηση, πρυμνοδετώ
- ρίχνω πρυμάτσες (= ρίχνω πρυμνήσιους κάβους)
Μεταφράσεις
πρυματσάρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.