προσύμφωνον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | προσύμφωνον | τὰ | προσύμφωνα | ||||
| γενική | τοῦ | προσυμφώνου | τῶν | προσυμφώνων | ||||
| δοτική | τῷ | προσυμφώνῳ | τοῖς | προσυμφώνοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | προσύμφωνον | τὰ | προσύμφωνα | ||||
| κλητική ὦ! | προσύμφωνον | προσύμφωνα | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.