προσύμφωνον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προσύμφωνον τὰ προσύμφωνα
      γενική τοῦ προσυμφώνου τῶν προσυμφώνων
      δοτική τῷ προσυμφών τοῖς προσυμφώνοις
    αιτιατική τὸ προσύμφωνον τὰ προσύμφωνα
     κλητική ! προσύμφωνον προσύμφωνα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

προσύμφωνον, -ου ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.