προσωποκρατημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωποκρατημένος η προσωποκρατημένη το προσωποκρατημένο
      γενική του προσωποκρατημένου της προσωποκρατημένης του προσωποκρατημένου
    αιτιατική τον προσωποκρατημένο την προσωποκρατημένη το προσωποκρατημένο
     κλητική προσωποκρατημένε προσωποκρατημένη προσωποκρατημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωποκρατημένοι οι προσωποκρατημένες τα προσωποκρατημένα
      γενική των προσωποκρατημένων των προσωποκρατημένων των προσωποκρατημένων
    αιτιατική τους προσωποκρατημένους τις προσωποκρατημένες τα προσωποκρατημένα
     κλητική προσωποκρατημένοι προσωποκρατημένες προσωποκρατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσωποκρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσωποκρατώ

Μετοχή

προσωποκρατημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.