προσθαφαιρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσθαφαιρώ < ελληνιστική κοινή προσθαφαιρέω / προσθαφαιρῶ < αρχαία ελληνική προστίθημι + ἀφαιρέω / ἀφαιρῶ

Ρήμα

προσθαφαιρώ (παθητική φωνή: προσθαφαιρούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.