προσθαφαιρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσθαφαιρώ < ελληνιστική κοινή προσθαφαιρέω / προσθαφαιρῶ < αρχαία ελληνική προστίθημι + ἀφαιρέω / ἀφαιρῶ
Ρήμα
προσθαφαιρώ (παθητική φωνή: προσθαφαιρούμαι)
- προσθέτω και αφαιρώ, κάνω προσθέσεις και αφαιρέσεις
Συγγενικά
- προσθαφαίρεση
- προσθαφαιρετικός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσθαφαιρώ | προσθαφαιρούσα | θα προσθαφαιρώ | να προσθαφαιρώ | προσθαφαιρώντας | |
| β' ενικ. | προσθαφαιρείς | προσθαφαιρούσες | θα προσθαφαιρείς | να προσθαφαιρείς | (προσθαφαίρει) | |
| γ' ενικ. | προσθαφαιρεί | προσθαφαιρούσε | θα προσθαφαιρεί | να προσθαφαιρεί | ||
| α' πληθ. | προσθαφαιρούμε | προσθαφαιρούσαμε | θα προσθαφαιρούμε | να προσθαφαιρούμε | ||
| β' πληθ. | προσθαφαιρείτε | προσθαφαιρούσατε | θα προσθαφαιρείτε | να προσθαφαιρείτε | προσθαφαιρείτε | |
| γ' πληθ. | προσθαφαιρούν(ε) | προσθαφαιρούσαν(ε) | θα προσθαφαιρούν(ε) | να προσθαφαιρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσθαφαίρησα | θα προσθαφαιρήσω | να προσθαφαιρήσω | προσθαφαιρήσει | ||
| β' ενικ. | προσθαφαίρησες | θα προσθαφαιρήσεις | να προσθαφαιρήσεις | προσθαφαίρησε | ||
| γ' ενικ. | προσθαφαίρησε | θα προσθαφαιρήσει | να προσθαφαιρήσει | |||
| α' πληθ. | προσθαφαιρήσαμε | θα προσθαφαιρήσουμε | να προσθαφαιρήσουμε | |||
| β' πληθ. | προσθαφαιρήσατε | θα προσθαφαιρήσετε | να προσθαφαιρήσετε | προσθαφαιρήστε | ||
| γ' πληθ. | προσθαφαίρησαν προσθαφαιρήσαν(ε) |
θα προσθαφαιρήσουν(ε) | να προσθαφαιρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσθαφαιρήσει | είχα προσθαφαιρήσει | θα έχω προσθαφαιρήσει | να έχω προσθαφαιρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσθαφαιρήσει | είχες προσθαφαιρήσει | θα έχεις προσθαφαιρήσει | να έχεις προσθαφαιρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσθαφαιρήσει | είχε προσθαφαιρήσει | θα έχει προσθαφαιρήσει | να έχει προσθαφαιρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσθαφαιρήσει | είχαμε προσθαφαιρήσει | θα έχουμε προσθαφαιρήσει | να έχουμε προσθαφαιρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσθαφαιρήσει | είχατε προσθαφαιρήσει | θα έχετε προσθαφαιρήσει | να έχετε προσθαφαιρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσθαφαιρήσει | είχαν προσθαφαιρήσει | θα έχουν προσθαφαιρήσει | να έχουν προσθαφαιρήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.