προσημειώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
προσημειώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσημειώνω
- θα προσημειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσημειώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
προσημειώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσημείωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.