προσελκύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

προσελκύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσελκύω
  2. θα προσελκύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσελκύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προσελκύσεις θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.