προμήτορες
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /proˈmi.to.res/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐μή‐το‐ρες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
προμήτορες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προμήτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.