προκαταρκτικώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προκαταρκτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προκαταρκτικῶς < (ελληνιστική κοινή) προκαταρκτικός Συγχρονικά αναλύεται σε προκαταρκτικ(ός) + -ώς.

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.ka.taɾ.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προκαταρκτικώς
ομόηχο: προκαταρκτικός

Επίρρημα

προκαταρκτικώς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.