προκαταρκτικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προκαταρκτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προκαταρκτικῶς < (ελληνιστική κοινή) προκαταρκτικός Συγχρονικά αναλύεται σε προκαταρκτικ(ός) + -ώς.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.ka.taɾ.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐ταρ‐κτι‐κώς
- ομόηχο: προκαταρκτικός
Πηγές
- προκαταρκτικός (προκαταρκτικά & -ώς [μτγν.] ) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- προκαταρκτικός (& προκαταρκτικῶς [επίρρ. νεώτ.] - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.