προκαταρκτικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα προκαταρκτικά
      γενική των προκαταρκτικών
    αιτιατική τα προκαταρκτικά
     κλητική προκαταρκτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προκαταρκτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προκαταρκτικός

Ουσιαστικό

προκαταρκτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. προπαρασκευαστικές διαδικασίες ή λόγια
  2. (ειδικότερα) διαδικασίες ή παιχνίδι ερωτικού περιεχομένου πριν από τη συνουσία

Μεταφράσεις

Ετυμολογία

προκαταρκτικά < προκαταρκτικός +

Επίρρημα

προκαταρκτικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

προκαταρκτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.