προηγουμένη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προηγουμένη < ουσιαστικοποιημένο λόγιο θηλυκό του επιθέτου προηγούμενος

Ουσιαστικό

προηγουμένη θηλυκό

  1. η προηγούμενη (εννοείται, ημέρα), η προηγουμένη της σημερινής ή της προσδιοριζόμενης ως τρέχουσας από τα συμφραζόμενα
    Αυτά έγιναν την Τετάρτη, αλλά την προηγουμένη με είχαν ήδη ενοχλήσει τρεις φορές τηλεφωνικά για το ίδιο θέμα(δηλαδή την Τρίτη με είχαν ενοχλησει...)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.