προγνωστικόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προγνωστικόν
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του προγνωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προγνωστικός
- → δείτε και τη λέξη προγνωστικό (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.