προγνωστικόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

προγνωστικόν ουδέτερο

  •  δείτε Προγνωστικόν, τίτλος έργου του Ιπποκράτη

Κλιτικός τύπος επιθέτου

προγνωστικόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του προγνωστικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προγνωστικός
     δείτε και τη λέξη προγνωστικό (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.