πρηνηδόν
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πρηνηδόν
<
αρχαία ελληνική
πρηνηδόν
<
πρηνής
Επίρρημα
πρηνηδόν
με το μπροστινό μέρος του
σώματος
προς το
έδαφος
, προς τα
κάτω
Συνώνυμα
μπρούμυτα
Αντώνυμα
ανάσκελα
ύπτια
Συγγενικά
πρηνής
Μεταφράσεις
πρηνηδόν
αγγλικά
:
pronely
(en)
,
face-down
(en)
,
prostration
(en)
,
περίφραση
: in prone position
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.