πρακτικότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρακτικότης αἱ πρακτικότητες
      γενική τῆς πρακτικότητος τῶν πρακτικοτήτων
      δοτική τῇ πρακτικότητι ταῖς πρακτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πρακτικότητα τὰς πρακτικότητας
     κλητική ! πρακτικότης πρακτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρακτικότης (μαρτυρείται από το 1867) [1] < πρακτικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό

πρακτικότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές

  1. σελ. 836, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.