πρίαμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πρίαμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
*πρίαμαι (αποθετικό ρήμα που απαντά μόνο σε ορισμένους τύπους)
- αγοράζω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 44 (43-45)
- οὗτος τῇ προτέρᾳ νουμηνίᾳ | ἐπρίατο δοῦλον βυρσοδέψην, Παφλαγόνα | πανουργότατον καὶ διαβολώτατόν τινα.
- ετούτος την πρωτομηνιά που μας πέρασε | ψώνισε δούλο βυρσοδέψη, έναν Παφλαγόνα | αρχικατεργάρη και αρχιρουφιάνο.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὗτος τῇ προτέρᾳ νουμηνίᾳ | ἐπρίατο δοῦλον βυρσοδέψην, Παφλαγόνα | πανουργότατον καὶ διαβολώτατόν τινα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1229 (1227-1229)
- ΔΙ. ὦ δαιμόνι᾽ ἀνδρῶν, ἀποπρίω τὴν λήκυθον, | ἵνα μὴ διακναίσῃ τοὺς προλόγους ἡμῶν. ΕΥ. τὸ τί; | ἐγὼ πρίωμαι τῷδ᾽;
- ΔΙΟ. Αγόρασε τη στάμνα, ευλογημένε, | μη μας φάει τους προλόγους. ΕΥΡ. Ν᾽ αγοράσω! | Εγώ απ᾽ αυτόν;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ΔΙ. ὦ δαιμόνι᾽ ἀνδρῶν, ἀποπρίω τὴν λήκυθον, | ἵνα μὴ διακναίσῃ τοὺς προλόγους ἡμῶν. ΕΥ. τὸ τί; | ἐγὼ πρίωμαι τῷδ᾽;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1440 (1438-1440)
- «εἰ ναὶ τὰν Κόραν | τὴν μαρτυρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει | ἐπίδεσμον ἐπρίω, νοῦν ἂν εἶχες πλείονα.»
- «Αν, μά την Κόρη, | τις μαρτυρίες τις άφηνες, κι αμέσως | έναν επίδεσμο έτρεχες να πάρεις, | πιότερη γνώση θα είχες.»
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- «εἰ ναὶ τὰν Κόραν | τὴν μαρτυρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει | ἐπίδεσμον ἐπρίω, νοῦν ἂν εἶχες πλείονα.»
- → δείτε παράθεμα στο πρίασθαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 44 (43-45)
- εξαγοράζω
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 9
- Ἀντρῶνας ἐπρίατο καὶ μετ᾽ οὐ πολὺν χρόνον τὰ ἐν Ὠρεῷ πράγματ᾽ εἰλήφει.
- Εξαγόρασε τους Ανδρώνες και ύστερα από λίγο καιρό είχε υπό τον έλεγχό του την πολιτική κατάσταση στον Ωρεό.
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Ἀντρῶνας ἐπρίατο καὶ μετ᾽ οὐ πολὺν χρόνον τὰ ἐν Ὠρεῷ πράγματ᾽ εἰλήφει.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 9
- εκμισθώνω τους φόρους
- δωροδοκώ
Ρηματικοί τύποι
Απαντά στους εξής τύπους:
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πρίαμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πρίαμαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.