πράοι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾa.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρά‐οι
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πράοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πράος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.