πολιτογραφήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πολιτογραφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιτογραφώ
  2. θα πολιτογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιτογραφώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πολιτογραφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πολιτογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.