ποδοπατήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ποδοπατήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποδοπατώ
  2. θα ποδοπατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποδοπατώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ποδοπατήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ποδοπάτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.