πληρώνω με το ίδιο νόμισμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
πληρώνω (κάποιον) με το ίδιο νόμισμα
- ανταποδίδω κάποιου κακομεταχείριση που υπέστην εξαιτίας του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.