πετροβολάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πετροβολάω < ελληνιστική κοινή πετροβολέω / πετροβολῶ < αρχαία ελληνική πετροβόλος < πέτρα + βάλλω
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πετροβολάω - πετροβολώ | πετροβολούσα | θα πετροβολάω - πετροβολώ | να πετροβολάω - πετροβολώ | πετροβολώντας | |
| β' ενικ. | πετροβολάς | πετροβολούσες | θα πετροβολάς | να πετροβολάς | πετροβόλα - πετροβόλαγε | |
| γ' ενικ. | πετροβολάει - πετροβολά | πετροβολούσε | θα πετροβολάει - πετροβολά | να πετροβολάει - πετροβολά | ||
| α' πληθ. | πετροβολάμε - πετροβολούμε | πετροβολούσαμε | θα πετροβολάμε - πετροβολούμε | να πετροβολάμε - πετροβολούμε | ||
| β' πληθ. | πετροβολάτε | πετροβολούσατε | θα πετροβολάτε | να πετροβολάτε | πετροβολάτε | |
| γ' πληθ. | πετροβολάν(ε) - πετροβολούν(ε) | πετροβολούσαν(ε) | θα πετροβολάν(ε) - πετροβολούν(ε) | να πετροβολάν(ε) - πετροβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πετροβόλησα | θα πετροβολήσω | να πετροβολήσω | πετροβολήσει | ||
| β' ενικ. | πετροβόλησες | θα πετροβολήσεις | να πετροβολήσεις | πετροβόλα - πετροβόλησε | ||
| γ' ενικ. | πετροβόλησε | θα πετροβολήσει | να πετροβολήσει | |||
| α' πληθ. | πετροβολήσαμε | θα πετροβολήσουμε | να πετροβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | πετροβολήσατε | θα πετροβολήσετε | να πετροβολήσετε | πετροβολήστε | ||
| γ' πληθ. | πετροβόλησαν πετροβολήσαν(ε) |
θα πετροβολήσουν(ε) | να πετροβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πετροβολήσει | είχα πετροβολήσει | θα έχω πετροβολήσει | να έχω πετροβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πετροβολήσει | είχες πετροβολήσει | θα έχεις πετροβολήσει | να έχεις πετροβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πετροβολήσει | είχε πετροβολήσει | θα έχει πετροβολήσει | να έχει πετροβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πετροβολήσει | είχαμε πετροβολήσει | θα έχουμε πετροβολήσει | να έχουμε πετροβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πετροβολήσει | είχατε πετροβολήσει | θα έχετε πετροβολήσει | να έχετε πετροβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πετροβολήσει | είχαν πετροβολήσει | θα έχουν πετροβολήσει | να έχουν πετροβολήσει |
| |
Μεταφράσεις
πετροβολάω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.