περιφερικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
περιφερικά < περιφερικός
Επίρρημα
περιφερικά
- σε μια περιφέρεια, κυκλικά γύρω από ένα σημείο
- πόνος περιφερικά της ποδοκνημικής αρθρώσεως
Μεταφράσεις
περιφερικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.