περιτοιχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- απεριτοίχιστος
- περιτοίχιση
- περιτοίχισμα
- → δείτε τις λέξεις περί και τοίχος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιτοιχίζω | περιτοίχιζα | θα περιτοιχίζω | να περιτοιχίζω | περιτοιχίζοντας | |
| β' ενικ. | περιτοιχίζεις | περιτοίχιζες | θα περιτοιχίζεις | να περιτοιχίζεις | περιτοίχιζε | |
| γ' ενικ. | περιτοιχίζει | περιτοίχιζε | θα περιτοιχίζει | να περιτοιχίζει | ||
| α' πληθ. | περιτοιχίζουμε | περιτοιχίζαμε | θα περιτοιχίζουμε | να περιτοιχίζουμε | ||
| β' πληθ. | περιτοιχίζετε | περιτοιχίζατε | θα περιτοιχίζετε | να περιτοιχίζετε | περιτοιχίζετε | |
| γ' πληθ. | περιτοιχίζουν(ε) | περιτοίχιζαν περιτοιχίζαν(ε) |
θα περιτοιχίζουν(ε) | να περιτοιχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιτοίχισα | θα περιτοιχίσω | να περιτοιχίσω | περιτοιχίσει | ||
| β' ενικ. | περιτοίχισες | θα περιτοιχίσεις | να περιτοιχίσεις | περιτοίχισε | ||
| γ' ενικ. | περιτοίχισε | θα περιτοιχίσει | να περιτοιχίσει | |||
| α' πληθ. | περιτοιχίσαμε | θα περιτοιχίσουμε | να περιτοιχίσουμε | |||
| β' πληθ. | περιτοιχίσατε | θα περιτοιχίσετε | να περιτοιχίσετε | περιτοιχίστε | ||
| γ' πληθ. | περιτοίχισαν περιτοιχίσαν(ε) |
θα περιτοιχίσουν(ε) | να περιτοιχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιτοιχίσει | είχα περιτοιχίσει | θα έχω περιτοιχίσει | να έχω περιτοιχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιτοιχίσει | είχες περιτοιχίσει | θα έχεις περιτοιχίσει | να έχεις περιτοιχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει περιτοιχίσει | είχε περιτοιχίσει | θα έχει περιτοιχίσει | να έχει περιτοιχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιτοιχίσει | είχαμε περιτοιχίσει | θα έχουμε περιτοιχίσει | να έχουμε περιτοιχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιτοιχίσει | είχατε περιτοιχίσει | θα έχετε περιτοιχίσει | να έχετε περιτοιχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιτοιχίσει | είχαν περιτοιχίσει | θα έχουν περιτοιχίσει | να έχουν περιτοιχίσει |
| |
Μεταφράσεις
περιτοιχίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.