περικάμπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περικάμπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περικάμπτω < περι- + κάμπτω

Ρήμα

περικάμπτω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.