πενθηφορῶ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πενθηφορῶ (μαρτυρείται από το 1842) [1] < πένθ(ος) + -η- + φορῶ κατά το ελληνιστικό μελανηφορῶ [2]

Ρήμα

πενθηφορῶ

Αναφορές

  1. «πενθηφορέω, -ῶ» - σελ. 792, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. πενθηφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.