πενηντάρα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πενηντάρα

Ουσιαστικό

πενηντάρα θηλυκό

  1. αυτή που έχει ηλικία 50 ετών
     συνώνυμα: πενηντάχρονη, πεντηκονταετής, πεντηκοντούτις
  2. (λαϊκότροπο) ένα σύνολο 50 μονάδων από κάποιο νόμισμα
    έσκασα μια πενηντάρα γι' αυτό το αυτοκίνητο (ενν. 50.000 ευρώ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.