πειθαρχήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πειθαρχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πειθαρχώ
  2. θα πειθαρχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πειθαρχώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πειθαρχήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πειθάρχηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.