πεδίο μάχης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πεδίο μάχης <  δείτε τις λέξεις πεδίο και μάχη

Πολυλεκτικός όρος

πεδίο μάχης ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) η τοποθεσία όπου διεξάγεται μια μάχη ή σύγκρουση
  2. (μεταφορικά) μέρος όπου διεξάγεται μια ιδεολογική σύγκρουση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.