πατριωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πατριωτικά < πατριωτικός + -ά
Μεταφράσεις
πατριωτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πατριωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πατριωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.