πατριμόνιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πατριμόνιον < (λόγιο δάνειο) λατινική patrimonium

Ουσιαστικό

πατριμόνιον ουδέτερο

  • πατριμόνιο
    άλλες μορφές: πατριμώνιον, -μούνιον, -βόνιον

Συγγενικά

  • πατριμονάλιος, πατριμονιάλιος
  • πατριμόνισσαι
  • πατριμωναλικός
  • πατριμώνιος

 και δείτε τις λέξεις πατήρ και πατέρας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.