patrimonium
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- patrimonium < pater, patri- + -monium
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↴ μεσαιωνικά ελληνικά: πατριμόνιον
Ουσιαστικό
patrimonium ουδέτερο
- (οικονομία) πατριμόνιο, περιουσία από πατέρα σε γιο
- προσωπική περιουσία του αυτοκράτορα
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | patrimonium | patrimonia |
| γενική | patrimoniī & patrimoni | patrimoniōrum |
| δοτική | patrimoniō | patrimoniīs |
| αιτιατική | patrimonium | patrimonia |
| κλητική | patrimonium | patrimonia |
| αφαιρετική | patrimoniō | patrimoniīs |
Συγγενικά
- patrimoniales
- patrimonialia
- patrimonialis
- patrimonialiter
- patrimoniolum
- patrimonius
→ και δείτε τις λέξεις patrimi και pater
Πηγές
- patrimonium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.