παρευθύς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρευθύς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρευθύς < παρά + εὐθύς

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾeˈfθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρευθύς

Επίρρημα

παρευθύς (χρονικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.