παραμακιγιαρισμένος

Ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | ||
|---|---|---|---|
| ονομαστική | παραμακιγιαρισμένος | παραμακιγιαρισμένη | παραμακιγιαρισμένο |
| γενική | παραμακιγιαρισμένου | παραμακιγιαρισμένης | παραμακιγιαρισμένου |
| αιτιατική | παραμακιγιαρισμένο | παραμακιγιαρισμένη | παραμακιγιαρισμένο |
| κλητική | παραμακιγιαρισμένε | παραμακιγιαρισμένη | παραμακιγιαρισμένο |
| πτώση | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | παραμακιγιαρισμένοι | παραμακιγιαρισμένες | παραμακιγιαρισμένα |
| γενική | παραμακιγιαρισμένων | παραμακιγιαρισμένων | παραμακιγιαρισμένων |
| αιτιατική | παραμακιγιαρισμένους | παραμακιγιαρισμένες | παραμακιγιαρισμένα |
| κλητική | παραμακιγιαρισμένοι | παραμακιγιαρισμένες | παραμακιγιαρισμένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.