παραμέλησις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παραμέλησις | αἱ | παραμελήσεις | ||||
| γενική | τῆς | παραμελήσεως | τῶν | παραμελήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | παραμελήσει | ταῖς | παραμελήσεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | παραμέλησιν | τὰς | παραμελήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | παραμέλησι | παραμελήσεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παραμέλησις < παραμελῶ + -σις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.