παραμάσχαλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραμάσχαλα < παρα- + μασχάλ(η) +

Επίρρημα

παραμάσχαλα

  1. στη μασχάλη, στο χώρο που βρίσκεται κάτω από τη μασχάλη
  2. (κατ’ επέκταση) κοντά
    • μαζί
        ...πήγαν στο αμπέλι με τα κοφίνια παραμάσχαλα να τρυγήσουν σταφύλια...
      * εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Παιδείας ανάγνωσμα, 3/7/2013
    • συνέχεια μαζί
        Συνήθως η μοναδική συντροφιά του είναι το νέφος, η κίνηση και οι τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές παραμάσχαλα.
      * εφημερίδα Το Βήμα, Λαός χωρίς φωνή, η δικαίωση των δικτατόρων, 22/07/2010
  3. (μεταφορικά) υπό την σκέπη, υπό την προστασία

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.