παραμάσκαλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραμάσκαλα < παραμάσχαλα με λόγιο επίδραση τροπή [sx] > [sk].[1] Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + μασκάλ(η) +

Επίρρημα

παραμάσκαλα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.