παραμάσκαλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραμάσκαλα < παραμάσχαλα με λόγιο επίδραση τροπή [sx] > [sk].[1] Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + μασκάλ(η) + -α
Μεταφράσεις
παραμάσκαλα
|
Αναφορές
- παραμάσχαλα, παραμάσκαλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.