παραλλάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραλλάζω < αρχαία ελληνική παραλλάσσω

Ρήμα

παραλλάζω (παθητική φωνή: παραλλάζομαι)

  1. αλλάζω κάτι, το κάνω διαφορετικό σε σχέση με το αρχικό ή κάτι άλλο
  2. (ναυτικός όρος) παραπλέω, καβατζάρω, παρακάμπτω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.