παρακρατήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρακρατήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακρατώ
  2. θα παρακρατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακρατώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παρακρατήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρακράτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.