παραγεμιστά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
παραγεμιστά < παραγεμιστός
Ουσιαστικό
παραγεμιστά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα γεμιστά (λαχανικά γεμισμένα)
- γλυκίσματα γεμισμένα πχ με ξηρούς καρπούς
Μεταφράσεις
παραγεμιστά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.