παραγεμιστά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραγεμιστά < παραγεμιστός

Ουσιαστικό

παραγεμιστά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα γεμιστά (λαχανικά γεμισμένα)
  2. γλυκίσματα γεμισμένα πχ με ξηρούς καρπούς

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παραγεμιστά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.