παραβγαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
παραβγαίνω
- βγαίνω πολύ, κάνω πολλές εξόδους για διασκέδαση
- παραβγήκα τον τελευταίο μήνα και ξεπαραδιάστηκα
- συναγωνίζομαι με κάποιον
- ποιος μπορεί να του παραβγεί στα μαθηματικά;
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.