παραβαμμένος

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός
ονομαστική παραβαμμένος παραβαμμένη παραβαμμένο
γενική παραβαμμένου παραβαμμένης παραβαμμένου
αιτιατική παραβαμμένο παραβαμμένη παραβαμμένο
κλητική παραβαμμένε παραβαμμένη παραβαμμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική παραβαμμένοι παραβαμμένες παραβαμμένα
γενική παραβαμμένων παραβαμμένων παραβαμμένων
αιτιατική παραβαμμένους παραβαμμένες παραβαμμένα
κλητική παραβαμμένοι παραβαμμένες παραβαμμένα

Μετοχή

  • για άτομο που έχει βάλει πολύ μακιγιάζ
  • για πόρτα που δεν κλείνει λόγο της πολλής μπογιάς και του μη τριψίματος της παλιάς πριν το βάψιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.