παπᾶς

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παπᾶς ή παππᾶς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάππας με καταβιβασμό του τόνου ήδη τον 5ο αιώνα, όπως και η σημασία «χριστιανός ιερέας». [1]

Ουσιαστικό

παπᾶς αρσενικό (γεν. παπᾶ, δοτ. παπᾷ, αιτ. παπᾶν)

  1. πατέρας
  2. (χριστιανισμός) ο παπάς

  • παππᾶς

Αναφορές

  1. «παππάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.