παγκρατής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ παγκρατής | τὸ παγκρατές | οἱ, αἱ παγκρατεῖς | τὰ παγκρατῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς παγκρατοῦς | τοῦ παγκρατοῦς | τῶν παγκρατῶν | τῶν παγκρατῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ παγκρατεῖ | τῷ παγκρατεῖ | τοῖς, ταῖς παγκρατέσι(ν) | τοῖς παγκρατέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν παγκρατῆ | τὸ παγκρατές | τοὺς, τὰς παγκρατεῖς | τὰ παγκρατῆ |
| Κλητική | παγκρατές | παγκρατές | παγκρατεῖς | παγκρατῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παγκρατεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | παγκρατοῖν | |||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κράτος
Πηγές
- παγκρατής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παγκρατής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.