παίζω ἐν οὐ παικτοῖς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παίζω ἐν οὐ παικτοῖς <  δείτε τις λέξεις παίζω, ἐν, οὐ και παικτός στη δοτική πληθυντικού: «σ' αυτά που μπορούν να παίζουμε μαζί τους»

Έκφραση

παίζω ἐν οὐ παικτοῖς

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.