παίζω εν ου παικτοίς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παίζω εν ου παικτοίς < μεσαιωνική ελληνική παίζω ἐν οὐ παικτοῖς
Έκφραση
παίζω εν ου παικτοίς
- αντιμετωπίζω, σαν παιχνίδι, πράγματα που δε θα έπρεπε, διότι είναι πολύ σοβαρά, πολύ κρίσιμα ή ενδεχομένως έχουν ιερό χαρακτήρα
παρεμφερή:
- δεν παίζουμε με ό,τι δεν είναι παιχνίδι!
Μεταφράσεις
παίζω εν ου παικτοίς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.