πέττω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέττω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

πέττω, αττικός τύπος του πέσσω

  1. μαλακώνω
  2. ωριμάζω
  3. βράζω, μαγειρεύω, ψήνω
  4. χωνεύω

Σύνθετα

  • διαπέττω
  • περιπέττω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.