πάση δυνάμει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πάση δυνάμει < (καθαρεύουσα ) πάσῃ δυνάμει (δοτική ενικού του πᾶσα δύναμις)  δείτε τις λέξεις πάσα και δύναμη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

πάση δυνάμει (λόγιο)

  1. με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, με κάθε δυνατό τρόπο
  2. (ναυτικός όρος) με όλη την ισχύ των μηχανών
    πρόσω ολοταχώς πάση δυνάμει.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.