ούλη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐λη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ούλη
- (ιδιωματικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ούλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.