ορθώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορθώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρθῶς < ὀρθός
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɾˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θώς
- ομόηχο: ορθός
Μεταφράσεις
ορθώς
|
Πηγές
- ορθός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.