ορθώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ορθώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρθῶς < ὀρθός

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾˈθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορθώς
ομόηχο: ορθός

Επίρρημα

ορθώς

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.