ορθόν

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ορθόν < ουδέτερο του ορθός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rectum[1])

Ουσιαστικό

ορθόν ουδέτερο

  • (ανατομία) άλλη μορφή του ορθό

Μεταφράσεις

  1. ορθό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.