οργανώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οργανώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος οργανώνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οργανώνομαι | οργανωνόμουν(α) | θα οργανώνομαι | να οργανώνομαι | ||
| β' ενικ. | οργανώνεσαι | οργανωνόσουν(α) | θα οργανώνεσαι | να οργανώνεσαι | (οργανώνου) | |
| γ' ενικ. | οργανώνεται | οργανωνόταν(ε) | θα οργανώνεται | να οργανώνεται | ||
| α' πληθ. | οργανωνόμαστε | οργανωνόμαστε οργανωνόμασταν |
θα οργανωνόμαστε | να οργανωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | οργανώνεστε | οργανωνόσαστε οργανωνόσασταν |
θα οργανώνεστε | να οργανώνεστε | (οργανώνεστε) | |
| γ' πληθ. | οργανώνονται | οργανώνονταν οργανωνόντουσαν |
θα οργανώνονται | να οργανώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οργανώθηκα | θα οργανωθώ | να οργανωθώ | οργανωθεί | ||
| β' ενικ. | οργανώθηκες | θα οργανωθείς | να οργανωθείς | οργανώσου | ||
| γ' ενικ. | οργανώθηκε | θα οργανωθεί | να οργανωθεί | |||
| α' πληθ. | οργανωθήκαμε | θα οργανωθούμε | να οργανωθούμε | |||
| β' πληθ. | οργανωθήκατε | θα οργανωθείτε | να οργανωθείτε | οργανωθείτε | ||
| γ' πληθ. | οργανώθηκαν οργανωθήκαν(ε) |
θα οργανωθούν(ε) | να οργανωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω οργανωθεί | είχα οργανωθεί | θα έχω οργανωθεί | να έχω οργανωθεί | οργανωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις οργανωθεί | είχες οργανωθεί | θα έχεις οργανωθεί | να έχεις οργανωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει οργανωθεί | είχε οργανωθεί | θα έχει οργανωθεί | να έχει οργανωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε οργανωθεί | είχαμε οργανωθεί | θα έχουμε οργανωθεί | να έχουμε οργανωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε οργανωθεί | είχατε οργανωθεί | θα έχετε οργανωθεί | να έχετε οργανωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν οργανωθεί | είχαν οργανωθεί | θα έχουν οργανωθεί | να έχουν οργανωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.