οπερατέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
οπερατέρ αρσενικό άκλιτο
- (κινηματογράφος, επάγγελμα) ο εικονολήπτης, ο χρήστης της κάμερας που κινηματογραφεί ή μαγνητοσκοπεί μια σκηνή
Μεταφράσεις
οπερατέρ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.